Στη Βρετανία, η μεταστροφή της κοινής γνώμης είναι προφανής και την αντανακλούν έγκυρα μέσα ενημέρωσης, που όχι μόνον αναδεικνύουν το θέμα, αλλά και προτάσσουν εναλλακτικά σενάρια βάσει των οποίων τα Γλυπτά ενδέχεται να ξαναβρεθούν εκεί όπου ανήκουν. Ωστόσο, δεν πρέπει να υποσκελίζονται τα άρρητα παιχνίδια ισορροπιών στην πολιτική σκηνή της χώρας
Δικαίως τόση συζήτηση για τα Γλυπτά. Από τα σωζόμενα, τα μισά βρίσκονται στην Ελλάδα, τα άλλα μισά έχουν πολλά χρόνια τώρα σπίτι τους την Duveen Gallery του Βρετανικού Μουσείου. Δικαίως και η ανησυχία για την επανάκτησή τους. Το νομικό καθεστώς που διέπει την ιστορία αυτή θεωρείται περίπλοκο. Οποιος έχει το κουράγιο να δει και τη μεγάλη εικόνα, ακόμη χειρότερα: το πολιτισμικό πλαίσιο της Μεγάλης Βρετανίας καθιστά την υπόθεση γόρδιο δεσμό. Εν μέσω ορυμαγδού δημοσιευμάτων τόσο στον εγχώριο, όσο και στον διεθνή –και δη τον βρετανικό– Τύπο, το ζήτημα συντηρείται ψηλά στη δημόσια ατζέντα, τρέφοντας υψηλές προσδοκίες, αν και σε μακρύ ορίζοντα. Το Protagon εστιάζει στις συνιστώσες του θέματος – άλυτους κόμπους μέχρι στιγμής, που παρουσιάζουν πραγματικό ενδιαφέρον, με τη συνδρομή του Παύλου Ελευθεριάδη, καθηγητή Νομικής (Δημοσίου Δικαίου) στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Η κυριαρχία του Κοινοβουλίου και η φιλοσοφία των Συντηρητικών
«Στη Βρετανία, χώρα με άγραφο Σύνταγμα, οι υπέρτεροι νόμοι είναι αυτοί του Κοινοβουλίου. Το Βρετανικό Μουσείο δεν μπορεί να δράσει αυτοβούλως, όπως ακριβώς θα συνέβαινε και στην Ελλάδα με το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο», τονίζει ο κ. Ελευθεριάδης, εκφράζοντας τον σκεπτικισμό του. «Σύμφωνα και με συζήτηση που διεξήχθη στη βρετανική Βουλή το φθινόπωρο, οι δεσμεύσεις απορρέουν από δύο νόμους, του 1963, την περίφημη British Museum Act, και του 1983, τη National Heritage Act, πλαίσιο τρόπον τινά προστασίας των πολιτιστικών θησαυρών που έχει στα χέρια της η Βρετανία. Οποιαδήποτε αλλαγή στο στάτους αυτό έχει ως προϋπόθεση την ψήφιση νόμου στο Κοινοβούλιο – διαδικασία που εκτείνεται μάλιστα σε τρεις φάσεις. Στη Βρετανία, οι νόμοι δεν αλλάζουν σε μια νύχτα. »Υπάρχει όμως κάτι ακόμη πιο δεσμευτικό στο μυαλό του Συντηρητικού κόμματος που στη φάση αυτή κυβερνά τη χώρα: η θετική στάση απέναντι στην αποικιοκρατία και την Ιστορία της, βαρύνουσα για την εθνική ταυτότητά τους, όσο και για τη δική μας ταυτότητα τα Γλυπτά και η επανένωσή τους. Δύσκολα θα υπάρξει παραδοχή ενός “εγκλήματος”, μιας κλοπής, από τον λόρδο Ελγιν.
Κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε “μεταμέλεια”, άρνηση ενός συμβόλου ανισότητας. Κι εδώ έγκειται το μείζον ζήτημα. Το βρετανικό κράτος, και ακολούθως το Βρετανικό Μουσείο, κάνει λόγο για ιδιοκτησία, νόμιμη κυριότητα, θεωρώντας ότι το όποιο βήμα συνεργασίας μπορεί να γίνει μέσω δανεισμού». Remaining Time-0:00 Fullscreen Mute Πράγματι. Μια ματιά στην ιστοσελίδα του Βρετανικού Μουσείου μπορεί να κάμψει και τον τελευταίο δύσπιστο. Η νομιμότητα της κατοχής προκύπτει αβίαστα από το πρώτο σχετικό κείμενο που συναντάται, όσο και η εμμονή στα περί δανεισμού. Αυτό είναι και το χάσμα που πρέπει να γεφυρωθεί. Η ελληνική κυβέρνηση, διά στόματος της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη, έχει ξεκαθαρίσει την πάγια θέση της χώρας μας: δεν αναγνωρίζει στο Βρετανικό Μουσείο νομή, κατοχή και κυριότητα των Γλυπτών, «καθώς αποτελούν προϊόν κλοπής».
Με άλλα λόγια, αρνείται να διαπραγματευτεί με όρους δανεισμού τον αρχαιοελληνικό θησαυρό. Στο φαινομενικά αδιέξοδο αυτό σημείο, τα πράγματα θολώνουν. Από την πλευρά του, το Βρετανικό Μουσείο παραδέχεται επισήμως ότι βρίσκεται σε εποικοδομητικές, δημιουργικές, αν μη τι άλλο, συνομιλίες με την ελληνική πλευρά και αναζητεί νέα συνεργασία με άξονα τον Παρθενώνα («The Museum has called for a new Parthenon partnership with colleagues in Greece and constructive discussions are on-going», αναφέρει χαρακτηριστικά στον ιστότοπό του).
Και η υπουργός εκτιμά ότι δεν είναι αδύνατη μια λύση. Δύσκολη, μα εφικτή. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος παρενέβη, κινούμενος μακριά από το δίπολο μιας εθνικής νίκης ή μιας εθνικής ταπείνωσης, και πρότεινε έκθεση-«σταθμό»: «Ηδη από το 1997 έχω διατυπώσει τη θέση ότι η Ελληνική Δημοκρατία πρέπει να δηλώσει τη βούλησή της να τιμήσει τη βρετανική απόφαση για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στον τόπο τους, αναγορεύοντας την ενιαία έκθεσή τους στο Μουσείο της Ακρόπολης ως έκθεση που συνυπογράφει το Βρετανικό Μουσείο, όχι ως “ιδιοκτήτης” ή “δανειστής” αλλά ως “σταθμός” στην επώδυνη διαδρομή που ακολούθησαν τα Γλυπτά μέχρι την επιστροφή τους που συντελείται ως πράξη σεβασμού της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. »Κατά την ίδια λογική, η Ελληνική Δημοκρατία μπορεί να είναι πρόθυμη και έτοιμη να συνδιοργανώνει με το Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο, στις σημερινές αίθουσες των Μαρμάρων, περιοδικές εκθέσεις σημαντικών ελληνικών αρχαιοτήτων», αναφέρει ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης. Η επιρροή των ΜΜΕ Η μεταστροφή της κοινής γνώμης είναι προφανής στη Βρετανία, την αντανακλούν άλλωστε έγκυρα μέσα μαζικής ενημέρωσης – και όχι μόνο βρετανικά.
Ο κόσμος στην πλειοψηφία του αντιμετωπίζει ως δίκαιο το αίτημα της Ελλάδας και τα ΜΜΕ, οι Times, ο Guardian, το αμερικανικό Bloomberg, όχι μόνον αναδεικνύουν επίμονα το θέμα, αλλά και προτάσσουν εναλλακτικά σενάρια – φόρμουλες με βάση τις οποίες τα Γλυπτά ενδέχεται να ξαναβρεθούν εκεί όπου ανήκουν. Και τι δεν έχει γραφεί, για «δάνειο 100 ετών», «χρονικά ανοικτό δάνειο» και «εκ περιτροπής δανεισμό», για «πολιτιστική ανταλλαγή» και «μακρόπνοο συμβιβασμό», για, για … «Εχει παρατηρηθεί μια τάση κοινωνικής ενδοσκόπησης, μετά το Brexit», σχολιάζει ο κ. Ελευθεριάδης. «Η κοινή γνώμη έχει τροφοδοτηθεί με συζητήσεις, ερωτήματα, προβληματισμούς ιδίως από φιλοευρωπαϊστές, για το φαινόμενο εθνικισμού που είδαμε στο δημοψήφισμα και που τελικά δεν ήταν περιθωριακό, όσο πιστεύαμε.
Η τάση αυτή, ενώ καταγράφεται στην κοινή γνώμη, δεν έχει βρει ακόμη την πολιτική της έκφραση. »Ο Παρθενώνας και τα Γλυπτά είναι κομμάτι αυτής της υπόθεσης. Ενδεικτικό είναι ότι ευθεία αναφορά στο ελληνικό μνημείο κάνει στο βιβλίο του ο Σάθναμ Σανγκίρα, δημοσιογράφος των Financial Times, για το πώς ο ιμπεριαλισμός έχει διαμορφώσει τη σημερινή Βρετανία, «Empireland: How Imperialism Has Shaped Modern Britain». Kαι δεν είναι μόνον ο Παρθενώνας… Είναι η Νιγηρία και τα χάλκινα του Μπενίν, έργα τέχνης που είχαν αποσπαστεί διά της βίας το 1897 κατά την διάρκεια της βρετανικής στρατιωτικής εισβολής. Είναι η Ινδία και το διαμάντι του στέμματος. Το διαμάντι Kohinoor των 105 καρατίων είναι μόνο μία από τις 2.800 πέτρες που έχουν τοποθετηθεί στο στέμμα που κατασκευάστηκε για τη βασίλισσα Βικτωρία. Στον απόηχο του θανάτου της βασίλισσας Ελισάβετ, υπήρξε αίτημα ακόμη και στο ινδικό Τwitter: «Τώρα μπορούμε να πάρουμε πίσω το #Kohinoor μας;».
Η Ουνέσκο και ο ρόλος του Οσμπορν Και ο ρόλος της Ουνέσκο; Ποια είναι η νομική βαρύτητα της απόφασης και της σύστασης που χρονολογούνται από τον Σεπτέμβριο του 2021, βάζοντας τα γυαλιά στους βρετανούς; Ο διεθνής οργανισμός όχι μόνο στήριξε ξεκάθαρα τον αγώνα της Ελλάδας περί επιστροφής των Γλυπτών, μα και κάλεσε το Ηνωμένο Βασίλειο να αναθεωρήσει την στάση του και να συνομιλήσει με την Ελλάδα, σε διακρατικό επίπεδο. Στην ουσία, αποδόμησε το βρετανικό αφήγημα περί δήθεν μη αρμοδιότητας της κυβέρνησης. Η απόφαση της Ουνέσκο δεν είναι δεσμευτική, πλην όμως συνιστά διεθνή μοχλό πίεσης προς την βρετανική κυβέρνηση. Ισως και πηγή δύναμης για το Βρετανικό Μουσείο στην ιδιότυπη διελκυστίνδα που λαμβάνει χώρα: πολλές ήταν οι φορές κατά το παρελθόν που η πολιτική εξουσία έριχνε το μπαλάκι των ευθυνών στο Μουσείο και τους επιτρόπους του, ενώ σε άλλες περιπτώσεις το Μουσείο ελάμβανε «προειδοποιήσεις» – όπως αυτή του πάλαι ποτέ βρετανού υπουργού Πολιτισμού Ολιβερ Ντόουτεν – περί διακοπής της κρατικής του χρηματοδότησης αν τυχόν αποφασίσει να κινηθεί σε άλλη κατεύθυνση. Σημασία έχει, σε κάθε περίπτωση, ότι η απόφαση της Ουνέσκο ουδέποτε έγινε θερμά δεκτή από τις κυβερνήσεις στη Μεγάλη Βρετανία (Τζόνσον, Τρας και Σούνακ).
Και τώρα; Τα δημοσιεύματα με θετικό πρόσημο εναλλάσσονται με πολιτικές «αρνήσεις», όπως αυτή της υπουργού Πολιτισμού της Βρετανίας Μισέλ Ντόνελαν που είπε ρητά και κατηγορηματικά ότι τα Γλυπτά του Παρθενώνα «ανήκουν εδώ στο Ηνωμένο Βασίλειο» και δεν υπάρχει πρόθεση να επιστραφούν μόνιμα στην Ελλάδα στην Ελλάδα. Η ίδια εκτίμησε ότι θα άνοιγε ο ασκός του Αιόλου για πολλά και από τα υπόλοιπα εκθέματα του Μουσείου. Πηγές του Protagon τονίζουν πάντως ότι δεν πρέπει να υποτιμάται η περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
Η επιστροφή του επονομαζόμενου ως θραύσματος Fagan από το Παλέρμο στην ανατολική ζωφόρο του Παρθενώνα (το θραύσμα «κατατέθηκε» στο Μουσείο της Ακρόπολης, θα μπορούσε άραγε η «κατάθεση» αυτή να αποτελέσει «πρότυπο»;), και η επικείμενη επανένωση των τριών παρθενώνειων θραυσμάτων που κρατούν στις συλλογές τους τα Μουσεία στο Βατικανό επί αιώνες, προκαλούν ευφορία σε κοινό και επαΐοντες. Οι ίδιες πηγές επιμένουν ότι δεν πρέπει να υποσκελίζονται ούτε τα άρρητα «παιχνίδια» ισορροπιών που παίζονται στην πολιτική και κοινωνική σκηνή της Βρετανίας, με κομβική μεταξύ άλλων τη φιγούρα του Τζορτζ Οσμπορν, πρώην υπουργού Οικονομικών και νυν προέδρου του Βρετανικού Μουσείου, του Μουσείου των έξι εκατομμυρίων επισκεπτών τον χρόνο. «Παιχνίδια» που πολλές φορές προκαλούν την αίσθηση της κινούμενης άμμου.
Πηγή: Protagon.gr