Βασίλης Μπισμπίκης: «Έτσι θα συνεχίσω και δεν με νοιάζει»

Ο Βασίλης Μπισμπίκης είναι χειμαρρώδης. Καθόμαστε στο Lotte, στο Κουκάκι, ένα κυριακάτικο απόγευμα. Μιλάει ελεύθερα, ακόμη και για τα πιο σκοτεινά χρόνια της ζωής του. Παραδέχεται τις ελλείψεις και τα λάθη του. Πιθανότατα θα συνεχίσει να τα κάνει, όπως θα συνεχίσει να κάνει θέατρο, σινεμά ή ό,τι άλλο τον ευχαριστεί.

Για τη νέα δουλειά του, πάντως, που ανεβαίνει σε λίγες μέρες στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, εκφράζεται με ασίγαστο πάθος: ο Ρασκόλνικοφ είναι ένας ήρωας που τον εμπνέει και τον συγκινεί βαθιά.

Το Έγκλημα και Τιμωρία διά χειρός Μπισμπίκη διαδραματίζεται στην Ομόνοια του 2023. Μου εξηγεί ότι αυτό που κάνει με τα κλασικά κείμενα δεν το ονομάζει «διασκευή» αλλά «μεταγραφή»: «Αλλάζω όλο το κείμενο, δεν κρατάω λόγια του πρωτότυπου. Το ξαναγράφουμε. Κρατάμε όμως τους στόχους των ηρώων, τη δομή, παρουσιάζουμε μια πιστή γραμμική αφήγηση του έργου».

Το θέατρο που προτείνει διακρίνεται για τον ακραίο ρεαλισμό, την ωμότητα, την αγάπη για τους παρίες, τους «τρελούς», τους αποκλεισμένους, τους απεγνωσμένους, τους ξοφλημένους – ένα θέατρο, εν τέλει, ουσιαστικά πολιτικό.

Ο ίδιος λέει: «Είμαι ένας λαϊκός πανκ και κάνω λαϊκό θέατρο. Θέλω να το καταλαβαίνει ο άνθρωπος που έρχεται για πρώτη φορά στη ζωή του σε μια παράσταση, μέχρι και εκείνος που αναζητά τα δεκαπέντε επίπεδα βάθους».

Μετά τη μεγάλη επιτυχία που γνώρισε ως σκηνοθέτης με το Άνθρωποι και Ποντίκια πριν από τέσσερα χρόνια (μια μεταγραφή του μυθιστορήματος του Τζον Στάινμπεκ στην Αθήνα του σήμερα), δοκιμάστηκε στη συνέχεια με εφάμιλλη επιτυχία στον σπαρακτικό Πατέρα του Στρίντμπεργκ. Τα περσινά Κόκκινα Φανάρια του, μια βουτιά στον κόσμο των τρανς σεξεργατριών, δεν γνώρισαν την ίδια αποδοχή. Τώρα, σε μια κομβική στιγμή για την Ελλάδα, έφτασε η ώρα του Ντοστογιέφσκι…

Εμένα η ζωή μου είναι σε συνεχή ροή σε σχέση με το «αισθάνομαι». Θα κάνω καθημερινό σίριαλ, θα πάω στα μπουζούκια, θα πάω στη διαδήλωση, θα είμαι αναρχικός, δεν βάζω «κουτάκια».

— Το «Έγκλημα και Τιμωρία» είναι ένα κορυφαίο μυθιστόρημα με πλήθος εννοιών, νοημάτων και χαρακτήρων. Ποια απ’ όλες τις πτυχές του σας γοήτευσε περισσότερο, ενώ επεξεργαζόσασταν τη δική σας μεταγραφή του έργου;
Για να κάνω μια παράσταση ξεκινάω πάντα από το θέμα. Και το Άνθρωποι και Ποντίκια το έκανα επειδή ήθελα να μιλήσω για τη φιλία: εκείνο το διάστημα με απασχολούσε πολύ το θέμα της φιλίας κι έψαχνα ένα έργο σχετικό.

Η αίσθηση της δικαιοσύνης είναι επίσης ένα μεγάλο αξιακό κομμάτι μου, όπως και η φιλία. Το έργο του Ντοστογιέφσκι το βλέπω ως όχημα για να μιλήσουμε γι’ αυτό ακριβώς το θέμα της δικαιοσύνης: πώς ένας άνθρωπος που βλέπει γύρω του όλη αυτήν τη σαπίλα και θέλει να αφαιρέσει τα κοινωνικά καρκινώματα φτάνει στο σημείο να διαπράξει έγκλημα, και να μπει σε μια οδυνηρή υπαρξιακή περιπέτεια, πασχίζοντας να καταλάβει αν αυτό που έκανε έχει κάποια ευρύτερη επίδραση ή κάποιο νόημα.

Δεν μπορώ να πω ότι έχω φτάσει ποτέ ως το έγκλημα, αλλά πάντα, από μικρό παιδί, υπήρχε μες στο μυαλό μου η ιδέα να πιάσω ένα καρκίνωμα και να το διαλύσω, να το καθαρίσω, όπως ο γιατρός αφαιρεί έναν όγκο για να σώσει τον ασθενή, να το ξεριζώσω, πάντα το ήθελα, αλλά δεν είχα το θάρρος να το κάνω.

— Είναι ένας θετικός ήρωας ο Ρασκόλνικοφ; Εσείς ταυτίζεστε μαζί του;
Για μένα είναι θετικός, και για τον Ντοστογιέφσκι είναι θετικός και για τον Φρόιντ. Θέλω να πω, οι εγκληματίες στον Ντοστογιέφσκι είναι λίγο σαν άγιοι: κάνουν αυτό που θα θέλαμε εμείς να κάνουμε, αλλά δεν μπορούμε, και τους χρωστάμε ευγνωμοσύνη, επειδή φορτώνονται αυτό το βάρος. Έτσι, λοιπόν, ταυτίζομαι κι εγώ μαζί του. Είναι λίγο εξτρεμιστικό, αλλά ναι, ταυτίζομαι.

— Πού πραγματοποιείται το δικό σας «Έγκλημα και Τιμωρία»;
Στην Ομόνοια του σήμερα.

— Αγαπάτε ιδιαιτέρως τη θεατρική μεταγραφή των κλασικών κειμένων. Σε αυτήν τη διαδικασία έχετε συνήθως κάποιον συνεργάτη, αν δεν κάνω λάθος…
Συνήθως, ναι. Τώρα είναι ο Γιάννης (σ.σ. Μελιτόπουλος). Αλλά και τα παιδιά, οι ηθοποιοί, είναι συνεργάτες. Δηλαδή οι ηθοποιοί γράφουν κι εκείνοι. Τους δίνω τα «βιογραφικά» των ηρώων και από αυτά γεννιούνται οι ιστορίες τους πάνω στη σκηνή. Από τα παιδικά χρόνια μέχρι την ώρα που ξεκινάει το έργο κάθε ηθοποιός έχει φτιάξει μια μνήμη του ήρωά του. Οπότε κάθε τόσο τα «βιογραφικά» εμπλουτίζονται και όλες αυτές οι πληροφορίες και οι μνήμες περνάνε μέσα στο έργο.

— Σας φέρνουν δηλαδή το υλικό και αν σας αρέσει το κρατάτε και το ενσωματώνετε;
Ναι, αν ταιριάζει.

— Ποιο είναι το έγκλημα; Και ποια η τιμωρία;
Το φάσμα που ανοίγεται εδώ είναι τεράστιο: έγκλημα, ας πούμε, είναι κι αυτό που έγινε στα Τέμπη. Και ποια είναι η τιμωρία τελικά; Να μπει φυλακή κάποιος; Ο Πορφύρης, ο ήρωας που υποδύομαι εγώ στην παράσταση (σ.σ. ο ντετέκτιβ που ερευνά τα εγκλήματα), δεν πιστεύει τόσο πολύ σε αυτήν τη διαδικασία.

Θεωρεί ότι ο άνθρωπος οφείλει να παραδεχτεί το σφάλμα του, να καθαρίσει μέσα του, να λυτρωθεί και μετά, ναι, μπορεί να μπει και φυλακή. Αν όμως δεν συνειδητοποιήσει ο ίδιος τη βαρύτητα της πράξης του, και φυλακή να μπει, δεν αλλάζει κάτι.

Το σύγχρονο σωφρονιστικό σύστημα είναι τιμωρητικό, η κοινωνία είναι τιμωρητική. Εγώ πάω στις φυλακές, κάνω μαθήματα, παρατηρώ τι γίνεται και δεν θεωρώ ότι υπάρχει σωστή λειτουργία, όσο κι αν οι άνθρωποι εκεί προσπαθούν για κάποια πράγματα – ό,τι καταφέρνουν οι μονάδες, δηλαδή, περισσότερο, όχι οι θεσμοί.

Στο Έγκλημα και Τιμωρία η μεταστροφή του εγκληματία έχει να κάνει με την Aγία Πόρνη, τη Σόνια. Διαβάζει στον Ρασκόλνικοφ τη Βίβλο, εστιάζουν στην Ανάσταση του Λαζάρου, τίθεται ένα πλαίσιο χριστιανικό δηλαδή, το οποίο εμείς στην παράσταση το έχουμε αφαιρέσει.

— Ο Ρασκόλνικοφ δεν ακολουθεί απαραίτητα το «χριστιανικό» μονοπάτι της Σόνιας…
Όχι, αυτός είναι το Σχίσμα. Είναι με το ένα πόδι. Παλεύει με την καλοσύνη και τη μεγαλοσύνη. Η μεγαλοσύνη είναι το έγκλημα, κάτι πολύ μεγάλο, η καλοσύνη έρχεται από τη θρησκεία, όμως.

— Υπάρχει ένα νήμα γυναικείας κακοποίησης στο Έγκλημα και Τιμωρία. Γυναίκες που διαρκώς υφίστανται κακοποίηση εκ μέρους των ανδρών. Ακόμη και ο Ρασκόλνικοφ μια γυναίκα σκοτώνει…
«Ναι, δύο γυναίκες, για την ακρίβεια, αν κι εμείς την έχουμε αφαιρέσει τη δεύτερη. Γιατί δεν αναφέρεται από κανέναν ποτέ ξανά μετά το έγκλημα ‒ κατά τον Ναμπόκοφ, αυτό ήταν ένα από τα «λάθη» του Ντοστογιέφσκι). Αυτή η βία, πάντως, είναι διαχρονική. Αν διαβάσεις το μυθιστόρημα για τη Ρωσία εκείνης της εποχής και μετά έρθεις στο τώρα, στην Ομόνοια του σήμερα, δεν έχει αλλάξει τίποτα.

Εμείς στην παράσταση έχουμε δώσει μεγάλη βαρύτητα στο θέμα της γυναικείας κακοποίησης∙ ο Ρασκόλνικοφ, όμως, σκοτώνει κυρίως ένα σύμβολο: την τοκογλύφο, την Τράπεζα, το χρήμα, που γίνεται αντικείμενο δανεισμού, και φέρνει τους ανθρώπους σε κατάσταση εξαθλίωσης. Αυτό σκοτώνει ουσιαστικά. Είναι ιδεολογικό τελείως.

Βασίλης Μπισμπίκης: «Έτσι θα συνεχίσω και δεν με νοιάζει»
Κατανόησα και ψυχικά, όχι μόνο εγκεφαλικά, ότι αν θες να είσαι ελεύθερος άνθρωπος, δεν γίνεται να έχεις αποδοχή. Ή θα είσαι ελεύθερος και θα έρθεις σε συγκρούσεις ή θα υποταχθείς. Φωτ.: Freddie F./LIFO

— Σύμφωνα με μια ψυχαναλυτική ερμηνεία, ο Ρασκόλνικοφ, σκοτώντας αυτή την ηλικιωμένη γυναίκα, ξεσπά ουσιαστικά ενάντια στη μητέρα του, για να απεγκλωβιστεί από τις προσδοκίες και τις χειριστικές συμπεριφορές της που τον συνθλίβουν.
Ναι, έτσι την έχουμε κάνει κι εμείς τη μάνα, είναι σωστό αυτό. Το σκάνδαλο την απασχολεί μόνο, το κοινωνικό. Όλα για το «μέτωπο» στην κοινωνία, για το φαίνεσθαι. Δηλαδή έχω βάλει τη μάνα να λέει συνέχεια: «Το σκάνδαλο, το σκάνδαλο, είναι σκάνδαλο!». Επίσης, έχουμε βάλει τον Ρασκόλνικοφ με την τοκογλύφο στο κρεβάτι, να τον χαϊδεύει και να του μιλάει σαν μάνα. Στο πρωτότυπο είναι πολύ σύντομη η περιγραφή του φόνου, βγαίνει το τσεκούρι, την καρφώνει, μπαμ, τέλος. Εδώ, σε μας, όμως, αναπτύσσεται μια ολόκληρη ιστορία: η τοκογλύφος τον έχει καλέσει, παίρνουν μαζί δείπνο, κ.ο.κ.

— Εσείς νιώσατε ποτέ ότι έπρεπε να φερθείτε με έναν συγκεκριμένο, στερεοτυπικό τρόπο προκειμένου ν’ αποδείξετε κάτι; Νιώσατε να ασφυκτιάτε από τις προσδοκίες των άλλων;
Όχι, η διαδρομή μου ήταν πολύ διαφορετική. Δεν είχα υπερπροστατευτικούς γονείς. Μεγάλωσα σε μια γειτονιά στο Λουτράκι, ήμουν έξω από το πρωί μέχρι το βράδυ με τους φίλους μου χωρίς κανένα όριο – μας ανέθρεψε η γειτονιά.

— Προσδοκίες, όμως, μπορεί να υπάρχουν ακόμη και σε ένα τέτοιο πλαίσιο…
Είχα άλλα θέματα εγώ, ήμουν μόνος μου. Στα δεκατέσσερα το μυαλό μου ήταν μια χαρά, ήμουν έξυπνο παιδί, αλλά τα συναισθήματά μου ήταν «μικρά», υπήρχε πολύς φόβος μέσα μου. Αν φανταστείς δηλαδή ένα παιδί δεκαπέντε χρονών να έρχεται από το Λουτράκι και να γυρίζει μόνο του στην Ομόνοια, μπορείς να καταλάβεις πόσος φόβος κρύβεται μέσα του, ο οποίος έσβηνε μέσα από τις εξαρτήσεις και τις ουσίες.

Οι γονείς μου ήταν ένα αγαπημένο ζευγάρι που δεν τσακωνόταν ποτέ, απλώς δεν υπήρχε σύνδεση μεταξύ μας. Κι εφόσον δεν υπήρχε σύνδεση, δεν υπήρχε αποδοχή. Οπότε εγώ αυτό έψαχνα να βρω μέσα από διάφορες παρέες, από μεγαλύτερους ανθρώπους με τους οποίους ταυτιζόμουν, από το θέατρο.

— Το θέατρο τι ρόλο έπαιξε τότε;
Ήταν μια διέξοδος μεγάλη, αλλά και πάλι με τεράστια αγωνία αποδοχής: από το σινάφι, από τον κόσμο. Μέχρι που κατέρρευσα κάποια στιγμή, έπαθα breakdown, «χάθηκα». Περίμενα από έναν μεγάλο ηθοποιό που συνεργαζόμουν και τον είχα δάσκαλο να με αποδεχτεί και όχι μόνο δεν συνέβη αυτό, συνέβη το αντίθετο ‒ και διαλύθηκα.

Από τότε και μετά, με τη βοήθεια της ψυχανάλυσης, λύθηκε το ζήτημα: δεν με ενδιαφέρει πλέον να έχω την αποδοχή κανενός. Γι’ αυτό και συμβαίνουν όλα αυτά που συμβαίνουν.

— Κανενός;
Μόνον των φίλων και των δικών μου, όχι του συστήματος. Κατανόησα και ψυχικά, όχι μόνο εγκεφαλικά, ότι αν θες να είσαι ελεύθερος άνθρωπος, δεν γίνεται να έχεις αποδοχή. Ή θα είσαι ελεύθερος και θα έρθεις σε συγκρούσεις ή θα υποταχθείς.

Από μικρός ήμουν δαχτυλοδειχτούμενος, ήμουν πανκ, καμιά οικογένεια δεν ήθελε να κάνει το παιδί τους παρέα μαζί μου, πάντα ήμουν έτσι, και τώρα είμαι –αλλά τότε αυτό περιείχε αγωνία και αντίδραση. Τώρα συμβαίνει το ίδιο γιατί χορεύω ή δεν ξέρω τι άλλο, αλλά δεν υπάρχει η αγωνία να αποδείξω κάτι ή να αντιδράσω. Δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου.

Βασίλης Μπισμπίκης: «Έτσι θα συνεχίσω και δεν με νοιάζει»
Εικόνα από την παράσταση «Έγκλημα και Τιμωρία». Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος

— Δηλαδή δεν σας αρέσει η αναγνωρισιμότητα;
Όχι, μου δημιουργεί πρόβλημα. Ένα ζεϊμπέκικο χόρεψα κι έγινε θέμα. Εγώ πάντα πήγαινα στα μπουζούκια και χόρευα, αλλά τώρα είναι μια τρέλα. Σε ξεφτιλίζουν και ακούς τα πιο πουριτανικά σχόλια, για το πάχος μου ή δεν ξέρω τι. Απ’ την άλλη, δεν μπορώ να μη ζήσω, γιατί η τέχνη δεν είναι πιο πάνω από τη ζωή. Έτσι θα συνεχίσω και δεν με νοιάζει, ας είναι η ξεφτίλα μου ατελείωτη μέσα στα χρόνια. Αρκεί να μην επηρεάζεται η ευτυχία του παιδιού μου.

— Υπάρχει μια πολύ ωραία φράση στο τέλος του μυθιστορήματος που λέει: «Δεν ανέλυε τίποτα πια, μονάχα αισθανόταν. Η ζωή είχε πάρει τη θέση της θεωρίας».
Το πιστεύω πάρα πολύ αυτό. Μου θυμίζει μια αντίστοιχη φράση του Μαγιακόφκσι από το Σύννεφο με παντελόνια που λέει: «Όμως εσείς θα το μπορούσατε ποτέ, όπως εγώ, τον εαυτό σας να γυρίσετε τα μέσα του έξω, έτσι που να γενείτε ολάκεροι ένα στόμα;». Δηλαδή, να ζεις!

Εμένα η ζωή μου είναι σε συνεχή ροή σε σχέση με το «αισθάνομαι». Δεν υπάρχει τίποτα που να μπλοκάρει αυτήν τη διαδικασία. Γι’ αυτό και είμαι ένας αντιφατικός τύπος, αν με παρατηρήσεις: θα κάνω καθημερινό σίριαλ, θα πάω στα μπουζούκια, θα πάω στη διαδήλωση, θα είμαι αναρχικός, δεν βάζω «κουτάκια».

— Πώς καταλαβαίνουμε ότι έχει έρθει η στιγμή να κάνουμε μια ρήξη; Όταν βιώσατε εκείνη τη μεγάλη απόρριψη που αναφέρατε προηγουμένως, έπαιξε αυτό κάποιον ρόλο ώστε να ασχοληθείτε με τη σκηνοθεσία;
Ναι, έπαιξε. Δεν θα το ’κανα αλλιώς, φοβόμουν να κριθώ. Έλεγα ηθοποιός είμαι, και μάλιστα ηθοποιός που έχει τελειώσει μια ιδιωτική σχολή. Ο Μηνάς Χατζησάββας όμως με βοήθησε πολύ τότε, ήμασταν φίλοι. Μου ’λεγε: «Βασίλη, βγες, σκηνοθέτησε, κάνε αυτό που θέλεις!». Εκείνος μ’ επηρέασε.

Tο Shopping and Fucking ήταν η πρώτη ολοδική μου δουλειά σε επίπεδο σκηνοθεσίας. Μετά ήρθε το Στριπτίζ του Μρόζεκ και μετά άλλα, στα οποία υπογράφαμε ως «ομάδα Cartel», αλλά επί της ουσίας ήταν δικά μου. Είπα θα σκηνοθετήσω, χωρίς να σκέφτομαι την αποδοχή. Θέλω να είμαι ευτυχισμένος, να κάνω αυτό που μου αρέσει μαζί με την παρέα μου.

— Την είχατε όμως αυτή την ανάγκη, της σκηνοθεσίας.
Την είχα, την είχα, μάλλον από μικρός. Έστηνα τσίρκο στη γειτονιά, έβαζα τα παιδιά σε ρόλους, έπαιζα καραγκιόζη, έβγαζα χρήματα.

— Τι είναι αυτό που κάνει έναν σκηνοθέτη καλό στη δουλειά του;
Δεν θεωρώ τον εαυτό μου ακριβώς σκηνοθέτη. Αυτό για το οποίο παλεύω, πάντως, είναι αυτό που στήνω πάνω στη σκηνή να με ακουμπάει, να το έχω δει, να διαθέτει μια αυθεντικότητα. Κι άλλα πολλά, αλλά αυτό πρώτο.

— Σε τι βαθμό η δουλειά σας στο θέατρο είναι βιωματική; Ποια είναι διαδικασία μέσα από την οποία ένας καλλιτέχνης επεξεργάζεται τη ζωή του και τη μετατρέπει σε τέχνη;
Σίγουρα το μεγαλύτερο κομμάτι της δουλειάς μου είναι βιωματικό. Καλά ελληνικά μπορεί να μη γνωρίζω, αλλά ξέρω να μιλάω μια γλώσσα του δρόμου και να γράφω σε αυτήν  – που μπορεί να είναι ασύντακτη ή ό,τι άλλο, αλλά ξέρω να τη δουλεύω. Οπότε τα έργα που επιλέγω έχουν να κάνουν με ανθρώπους που είναι στο περιθώριο, λούμπεν, και γνωρίζω καλά τη γλώσσα τους. Σε αυτήν τη γλώσσα μπορώ να γράψω, να αισθανθώ, να αναπτύξω χαρακτήρες, αλλά πάντα πρέπει να κατανοώ ό,τι κάνω με την ψυχή μου. Και με το ένστικτο.

Πολλές φορές λέω εκ των υστέρων: «Κοίτα να δεις, αυτό το είχα ζήσει!». Τα Κόκκινα Φανάριαπου δεν σας άρεσαν, δεν έχει σημασία όμως‒ ήταν εκατό τοις εκατό στιγμιότυπα που έχω δει. Ήταν στιγμιότυπα και ίσως γι’ αυτό δεν είχαν καλό κείμενο, ήταν λίγο σαν σκετσάκια – ήταν στιγμές από τη ζωή μου.

— Δεν σημαίνει απαραίτητα ότι επειδή ένας καλλιτέχνης έχει ζήσει κάτι θα καταφέρει να το αποδώσει πειστικά ή γοητευτικά μέσα από την τέχνη του, έτσι δεν είναι;
Ναι, μπορεί τελικά το έργο να μην έχει επίδραση. Το σημαντικό είναι να έχεις πάθος γι’ αυτό που κάνεις, να πονέσεις, να ταλαιπωρηθείς, να κοπιάσεις, όχι μόνο ψυχικά αλλά και πρακτικά. Και τέλος, είναι πολύ σημαντικό να αφορά τον κόσμο, δεν το κάνεις μόνο για σένα. Και, ναι, μπορεί να μη συμβεί αυτό. Είναι σαν ένα αεροπλάνο που πάει να απογειωθεί, αλλά μπορεί και να μην απογειωθεί. Αυτό δεν το ξέρεις ποτέ. Κι αν πάλι κάνεις συνέχεια επιτυχίες, κι αυτό θέμα είναι.

Βασίλης Μπισμπίκης: «Έτσι θα συνεχίσω και δεν με νοιάζει»
Εικόνα από την παράσταση «Έγκλημα και Τιμωρία». Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος

— Δείχνετε μια αγάπη για τη «μη κανονικότητα», για τους ανθρώπους που ζουν στο περιθώριο. Τι είναι αυτό που σας τραβάει σε αυτόν τον κόσμο;
Η ζωή μου. Έχω περάσει μέσα από αυτόν τον κόσμο. Έχω μεγάλη ευαισθησία απέναντι σε ανθρώπους με ψυχώσεις, με θέματα ψυχικής υγείας. Τα παιδιά που ζούνε στον κόσμο των ναρκωτικών και του περιθωρίου «έχουν φύγει» επειδή κάποια στιγμή κάτι συνέβη και εμβολίστηκαν τα όνειρά τους. Δεν υπάρχει περίπτωση να μη δημιουργηθούν ψυχικά ζητήματα σε τέτοιες περιπτώσεις. Το να ζεις ακραία και να ξεπερνάς τα όριά σου επίσης προκαλεί ψυχικά ζητήματα.

Εγώ, προσωπικά, όσο περνάνε τα χρόνια γίνομαι λιγότερο ακραίος, παρ’ όλα αυτά παίρνω φάρμακα. Μου είχε πει ο γιατρός: με τη ζωή που κάνεις, θα έχεις προβλήματα, κρίσεις πανικού και άλλα συμπτώματα. Αν δεν αποφασίσεις ν’ αλλάξεις φιλοσοφία και να «καλμάρεις», θα πρέπει να παίρνεις χάπια. Ακόμη και τώρα, στον έρωτα, στο ποτό, στη δουλειά παθιάζομαι∙ όλα τα κάνω υπέρμετρα, δεν έχω κανένα όριο.

— Η υπέρβαση του μέτρου δεν είναι κάτι κακό, το αντίθετο, θα έλεγα.
Ναι, για μένα ωραίο είναι, οι άλλοι δεν ξέρω κατά πόσο το αντέχουν. Επίσης, μου δημιουργεί προβλήματα. Ας πούμε, τώρα έχω φορτώσει τον εαυτό μου με πάρα πολλή δουλειά: φεύγω επτά το πρωί από το σπίτι για να πάω στο γύρισμα και μετά από τις έξι ως τις δώδεκα έχω πρόβα. Κάθε μέρα και τα Σαββατοκύριακα. Αλλά έχω αποφασίσει ότι το καλοκαίρι δύο μήνες θα πάω στην Κρήτη να ξεκουραστώ.

— Τι είναι αυτό που κερδίζει κανείς, παρόλη την οδύνη και το κόστος, όταν εισέρχεται στη «μη κανονικότητα»;
Ελευθερία κερδίζει, αυτό που λέγαμε πριν. Το ζητούμενο για μένα είναι να φτιάξεις τον δικό σου κόσμο, που δεν ορίζεται από κοινωνικά στερεότυπα. Το αντέχεις αυτό; Είναι δύσκολο, δεν είναι απλό. Πρέπει να έρθεις σε σύγκρουση καταρχάς με τον εαυτό σου και μετά με τους άλλους.

Όταν βγήκα από τις εξαρτήσεις και μπήκα σε μια δραματική σχολή αυτό που με έσωσε ήταν η ποίηση. Διάβαζα ασταμάτητα ποίηση. Κι ένιωθα μέσα στα λόγια των ποιητών ότι δεν είμαι μόνος. Άλλες φορές, πάλι, έλεγα «τελικά, μόνος είμαι…».

— Είναι το θέατρο μια πολιτική πράξη; Μπορεί να επηρεάσει την πολιτική σκέψη των ανθρώπων;
Εκατό τοις εκατό, για μένα. Είναι πολιτική πράξη, αφυπνίζει, αλλά δεν κάνει επανάσταση. Το ’χει πει πολύ ωραία ο Γκροτόφσκι: πάνε οι άνθρωποι να δούνε Αντιγόνη, ταυτίζονται με την Αντιγόνη, μισούν τον Κρέοντα και μετά βγαίνουν από το θέατρο και γίνονται Κρέοντες. Δυστυχώς, το θέατρο δεν είναι τόσο επιδραστικό όσο η μουσική, που έχει κατά καιρούς δημιουργήσει τάσεις μεγάλες και επαναστατικές. Το θέατρο έχει άλλη λειτουργία».

— Σε τι βαθμό η συναισθηματική εμπλοκή του θεατή μπορεί να τον ωθήσει να κάνει υπερβάσεις; Να σπάσει κάποια στεγανά;
Στον Πατέρα, στο τέλος της παράστασης λιποθυμούσε κόσμος. Κάτι τους έκανε. Κάτι αβάσταχτο.

— Υπάρχει κάποιο γεγονός ή κάποια σχέση της ζωής σας όπου επιστρέφετε ξανά και ξανά μέσα από την τέχνη σας;
Εντάξει, δεν έχω καμιά τεράστια πορεία. Η φιλία είναι σίγουρα ένα κομμάτι που με απασχολεί πολύ. Έχω πρόβλημα. Σοβαρό. Είμαι άνθρωπος που για τον φίλο μου σκοτώνω. Και περιμένω να κάνει κι ο άλλος το ίδιο. Όταν καταλάβω ότι δεν το κάνει, νιώθω προδομένος.

Έχω θέμα και δεν το έχω λύσει ακόμη. Γι’ αυτό έχω κολλήσει με την Κρήτη. Οι φίλοι μου οι βοσκοί κάτω στην Κρήτη, οκτώ χρόνια τώρα που κάνουμε παρέα, νιώθω ότι θα έβαζαν για μένα το χέρι τους στη φωτιά. Έτσι την έχω εγώ τη φιλία στο μυαλό μου. Γιατί από μικρό παιδί ήμουν έτσι με τους φίλους μου.

— Κατά πόσο έχει ή δεν έχει αλλάξει η εικόνα που είχατε για τον εαυτό σας πριν από δέκα χρόνια;
Έχει αλλάξει. Ήμουν πιο παρορμητικός, πιο ακραίος, τώρα όχι τόσο. Νομίζω ότι μετά τη γέννηση του παιδιού ‒δέκα χρονών είναι τώρα ο γιος μου ο Μιχάλης‒ δημιουργήθηκε μέσα μου η αίσθηση ευθύνης απέναντι σε αυτή την ύπαρξη και τότε έβαλα λίγο φρένο.

Η ανάληψη ευθύνης είναι ένα ακόμη πράγμα που με συγκινεί, συνιστά για μένα τεράστιο ζήτημα στο Έγκλημα και Τιμωρία. Ο Ρασκόλνικοφ πιστεύει πως έκανε ένα ιδεολογικό έγκλημα και προβληματίζεται όταν αντιλαμβάνεται ότι το έγκλημα αυτό κινδυνεύει να καταγραφεί ως κλοπή που διέπραξε ένα τζάνκι σε βάρος μιας γριούλας, να το χρεωθεί δηλαδή ένας αθώος που έχει συλληφθεί από την αστυνομία. Οπότε πρέπει να αναλάβει την ευθύνη.

Δεν θα σας πω περισσότερα, θα το δείτε. Πάντως διαδραματίζει μεγάλο ρόλο μέσα στο έργο η ανάληψη ευθύνης: εμπεριέχει και κάθαρση και λύτρωση.

Πηγή: lifo.gr

By Συντάκτρια

ΣΧΕΤΙΚΑ