Η επάνοδος των Ναζί στο πολιτικό σκηνικό

Ξεκινώντας από την ιδεολογική ταύτιση Χρυσής Αυγής και Σπαρτιατών κοινή ιδεολογική γραμμή των δύο κομμάτων είναι ο Ναζισμός. Η εγκατάλειψη και ενοχοποίηση του πατριωτισμού από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1990 άφησε τον πατριωτισμό στα χέρια των Ναζί. Πρόκειται για αποτυχία, ωστόσο. Ούτε οι Ναζί είναι πατριώτες, ούτε οι Έλληνες μπορούν να είναι Ναζί. Είναι το βάρος της ιστορίας μας που καθιστά κάτι τέτοιο ως βλάσφημη παρέκκλιση.

  1. Από τη Χρυσή Αυγή στους Σπαρτιάτες
  2. Ονομάτων επίσκεψης
  3. Αιτία εμφάνισης του φαινομένου
  4. Τι είναι ο πατριωτισμός;
  5. Κανείς Έλληνας δεν μπορεί να είναι Ναζί

Ο εκπαιδευτικός στην τάξη αρχίζει το μάθημα, εμπλουτισμένο με φωτογραφικό υλικό, σχετικά με τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα το 1941. Ιδαίτερη μνεία γίνεται στην απεγνωσμένη παλλαϊκή αντίσταση στην Κρήτη. Στη συνάφεια αυτή, υπενθυμίζονται στα παιδιά οι γερμανικές σφαγές εναντίον αμάχων στην Κρήτη, σε αντίποινα. Και ενώ κάνει το μάθημά του, ο δάσκαλος διαπιστώνει ότι δύο αγόρια συνομιλούν ψιθυριστά μπροστά του. Διαβάζει τα χείλη του ενός εκ των δύο: «Καλά τους έκαναν!» Όχι· η επιδοκιμασία του μαθητή δεν αφορά στην αντίσταση των Ελλήνων της Κρήτης που υπερασπίστηκαν τα σπίτια τους και τις οικογένειες τους από τους ξένους απρόσκλητους εισβολείς και κατακτητές – άμαχοι εναντίον οπλισμένων στρατιωτών – αλλά στα αντίποινα των Γερμανών Ναζί κατά των αμάχων συμπατριωτών μας. Το αίμα του εκπαιδευτικού ανέβηκε στο κεφάλι του! Αυτό, όμως, είναι μια άλλη ιστορία …

  1. Από τη Χρυσή Αυγή στους Σπαρτιάτες

Μετά το φαινόμενο Χρυσή Αυγή – μια ναζιστική οργάνωση που θέλησε να εμφανιστεί ως πολιτικό κόμμα, παρά τις αντιδημοκρατικές αντιλήψεις των στελεχών του, και αποδείχθηκε τελικά εγκληματική οργάνωση – οι Σπαρτιάτες μπαίνουν στη Βουλή. Η Χρυσή Αυγή, που αναδύθηκε από το μηδέν στις ανατρεπτικές και εξάπαντος ιστορικές εκλογικές αναμετρήσεις του 2012, φάνηκε να εξαφανίζεται στις εκλογές του 2019. Να, όμως, που, παρά τα νομικά τερτίπια της κυβέρνησης, ένα νέο κόμμα, εξίσου ναζιστικό, με διακηρυγμένη την υποστήριξη του καταδικασμένου και φυλακισμένου για εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου κ. Ηλία Κασιδιάρη – εξέχοντος πρώην στελέχους της Χρυσής Αυγής – οι Σπαρτιάτες, βρίσκονται και πάλι στη Βουλή. Τα φαινόμενα βίας της προκάτοχου πολιτικού σχηματισμού ίσως να μην επαναλειφθούν, τουλάχιστον όχι βραχυπρόθεσμα. Ούτε και τα ναζιστικά σύμβολα και ονόματα, έστω και μεταλλαγμένα, που συνόδευαν τους Έλληνες Ναζί προηγουμένων κοινοβουλευτικών σχηματισμών: οι συνεχιστές έχουν, φαίνεται, διδαχθεί από τα λάθη τους. Τώρα γίνεται ευθεία αναφορά στην ελληνική ένδοξη – αρχαία πάντα, ποτέ οτιδήποτε άλλο – ιστορία και γίνεται προσπάθεια ευαισθητοποίησης του ελληνικού πατριωτισμού. Είτε, όμως, έχουμε τον Μανωλιό με τη σκούφια του, είτε άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τη σκούφια του αλλιώς, το γεγονός παραμένει: οι Ναζί επιστρέφουν στο ελληνικό κοινοβούλιο.

  1. Ονομάτων επίσκεψις

Πριν κάνω τα σχόλιά μου για το θέμα, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω κάποια πράγματα σχετικά με το πώς το κείμενο που ακολουθεί αντιλαμβάνεται βασικούς όρους. Και πρώτα νομίζω ότι δεν είναι ανάγκη να αναφερόμαστε σε νέο-Ναζί. Εφόσον ακολουθούν την ίδια ιδεολογία και ομνύουν πίστη στην ανωτερότητα της δικής μας γης και του δικού μας αίματος, τονίζουν τον κάθε μορφής ρατσισμό και υποστηρίζουν τις παράδοξες ιδέες τους με άτεγκτο και αδιαπραγμάτευτο φανατισμό, καταφεύγοντας συχνά στη βία ως μέθοδο πειθούς, με πηγαίο μίσος για τη δημοκρατία, είναι βέβαια Ναζί. Το ότι αποτελούν νέες εκδοχές τις ίδιας ιδεολογίας δεν έχει ιδιαίτερη αξία. Η ιδεολογία παραμένει η ίδια: το ίδιο μισαλλόδοξη και φανατική, το ίδιο βίαιη, επικίνδυνη και αντιδημοκρατική. Ναζί λοιπόν οι Χρυσαυγίτες, Ναζί και οι Σπαρτιάτες. Δεν είναι καν Έλληνες εθνικιστές. Ως εθνικισμός νομίζω ότι πρέπει να θεωρείται κάθε ιδεολογία ή συζήτηση που θεωρεί το έθνος πρώτη κοινωνική αξία και το δικό μας έθνος ανώτερο των άλλων. Με αυτήν την έννοια ο Έλληνας εθνικιστής είναι αφοσιωμένος στην Ελλάδα του. Στο αρχικό παράδειγμα, ο Έλληνας εθνικιστής θα υπερασπιστεί το δίκαιο των Κρητών στον αγώνα τους κατά των Γερμανών και θα καταδικάσει τις γερμανικές θηριωδίες. Αντίθετα, οι Ναζί έχουν, παρά τις εθνικιστικές τους αντιλήψεις, διεθνιστική λογική. Με ποια έννοια; Βλέπουν τους άλλους Ναζί ως ιδεολογικούς συγγενείς και δέχονται συνεργασία και, ίσως, καθοδήγηση. Όπως κάποτε οι Έλληνες Κομμουνιστές δέχονταν την καθοδήγηση των Σοβιετικών, στους οποίους αναγνώριζαν επαναστατική πρωτοπορία, έτσι και οι Ναζί δέχονταν την καθοδήγηση των Γερμανών ομοφρόνων τους, αναγνωρίζοντας τους ιδεολογική πρωτοκαθεδρία. Στο παράδειγμα της Κρήτης, παραδέχονται ότι οι Γερμανοί είχαν κάθε δικαίωμα να απαντήσουν στην «κρητική βαρβαρότητα». Με αυτήν την έννοια, δεν ξέρω αν οι Σπαρτιάτες ανήκουν στην ελληνική ακροδεξιά. Ίσως δεν ανήκουν ούτε εκεί … Δεν ανήκουν σε τίποτε ελληνικό· είναι ξένο σώμα! Άλλωστε, δεν νομίζω ότι χρειάζεται ιστορική απόδειξη το γεγονός ότι πρώτη φορά, τα τελευταία περίπου δέκα χρόνια, έχουμε στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό Ναζί, με τόσο έντονη παρουσία.
Δεν θα πρέπει να παραπλανά και η αλλαγή ονομασίας. Άλλωστε, τα ναζιστικής έμπνευσης ονόματα και σύμβολα απαξιώθηκαν μαζί με την καταδίκη της Χρυσής Αυγής για εγκλήματα, ας το επαναλάβουμε, του κοινού ποινικού δικαίου. Το όνομα Σπαρτιάτες στηρίζεται στο ιστορικό προηγούμενο μιας ελληνικής πόλης-κράτους που δεν είχε πολίτευμα δημοκρατικό, ήταν πασίγνωστη για τη διάχυση των στρατιωτικών αξιών στην κοινωνία της (μιλιταρισμός) και τη σκληροτράχηλη ζωή των κατοίκων της. Αυτές είναι αξίες στις οποίες οι Ναζί βλέπουν τον εαυτό τους: βαθιά αντιδημοκρατικοί, φανατικοί και βίαιοι. Αν δεν ήταν Ναζί, αλλά Έλληνες εθνικιστές, θα μπορούσαν να λέγονται Αθηναίοι, Βοιωτοί, Μακεδόνες ή και – γιατί όχι; – Κορίνθιοι. Δεν είναι, όμως, Έλληνες εθνικιστές. Είναι Ναζί. Δεν ήταν οι Αθηναίοι ή οι Κορίνθιοι στους οποίους αναφερόταν ο Χίτλερ στα παθιασμένα κηρύγματα της ιδεολογίας του, αλλά οι … Σπαρτιάτες! Το ότι πρόκειται για πολλαπλώς στρεβλή ανάγνωση της ιστορίας της αρχαίας Σπάρτης, αυτό λίγη σημασία έχει. Άλλωστε, ο εθνικισμός – πολύ δε περισσότερο ο Ναζισμός – στηρίζεται απολύτως στη στρεβλή, κουτσή, μισή και μυωπική ανάγνωση της ιστορίας και όχι βέβαια στη βαθιά μελέτη και προσπάθεια κατανόησής της. Αν μιλήσετε με έναν τέτοιο άνθρωπο και προσπαθήσετε να τον συνετίσετε με λογικά ιστορικά επιχειρήματα, θα σας απαντήσει ότι δεν γνωρίζετε την αλήθεια και ότι στην πραγματικότητα δεν ισχύουν όσα λένε οι καθηγητές των Πανεπιστημίων, αλλά όσα λένε οι ίδιοι. Κανείς δεν μπορεί να τους μετακινήσει από την αλήθεια τους. Ας μην μας παραπλανούν, λοιπόν, τα διαφορετικά ονόματα, τα διαφορετικά σύμβολα και η μεταλλαγμένη ρητορική. Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι μιλάμε για Ναζί.

  1. Αιτία εμφάνισης του φαινομένου

Το ερώτημα που έχει απασχολήσει πολλούς ειδικούς από το 2012 και εδώ είναι η προσπάθεια διερεύνησης των αιτίων του φαινομένου. Δεν έχω τις γνώσεις για κάτι τέτοιο. Θα πω μόνο τις σκέψεις μου σε σχέση με το πολιτικό σκηνικό στη χώρα μας. Θα πρέπει πρώτα να υπενθυμίσω ότι ναζιστικά φαινόμενα υπάρχουν σε όλη την Ευρώπη και τα πολιτικά κόμματα που βλέπουν θετικά τους Ναζί ή είναι διακηρυγμένα ναζιστικά κόμματα στην Ευρώπη είναι πολύ ισχυρότερα από ότι στην Ελλάδα. Αρκεί να δει κανείς αντίστοιχα φαινόμενα στην Αυστρία, στη Γαλλία, στη Γερμανία, στη Δανία και στην Ολλανδία. Εσχάτως στην Ιταλία: το φασιστικό κόμμα της χώρας βρίσκεται στην κυβέρνηση. Τηρουμένων των αναλογιών, λοιπόν, το φαινόμενο είναι ακόμα περιορισμένο στην Ελλάδα. Άλλωστε, ο Ναζισμός, όπως προαναφέρθηκε, είναι εδώ ξένο σώμα. Γεννήθηκε και ανδρώθηκε στην Ευρώπη και μάλιστα στη δυτική Ευρώπη, εκεί που ορισμένοι δικοί μας φιλόσοφοι βλέπουν το δέον και προσπαθούν να ανιχνεύσουν τις δικές μας παθογένειες που μας απαγορεύουν να φθάσουμε το ευρωπαϊκό δέον. Πρόκειται περί της εσχάτης φιλοσοφικής απάτης των ημετέρων, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα συζήτησης.
Δική μου πεποίθηση είναι ότι μεταξύ των αιτίων πρέπει να συμπεριλάβουμε το γεγονός ότι το πολιτικό κατεστημένο στην Ελλάδα απαξίωσε τον πατριωτισμό και υποβάθμισε τη σημασία των εθνικών θεμάτων. Δεν είναι χαρακτηριστικό μετά τη Μεταπολίτευση. Τόσο η Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή όσο και το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου – παρά τα λάθη και τις παλινωδίες τους – είχαν πατριωτισμό και έδιναν μεγάλη σημασία στα εθνικά θέματα. Από το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη ήρθε η απαξίωση. Σε πλήρη σύμπνοια με τη συριζαϊκή αριστερά και την εκσυγχρονισμένη Νέα Δημοκρατία, η βαρύτητα δόθηκε στις πολυπολιτισμικές κοινωνίες, την κοινωνία των πολιτών και τα δικαιώματα κάθε είδους (δικαιωματισμός), ενώ ο πατριωτισμός θεωρήθηκε παντού και πάντοτε καταδικαστέος εθνικισμός και απορρίφθηκε. Τα εθνικά θέματα θεωρήθηκαν ενοχλητικό αγκάθι στην προοδευτική πορεία της χώρας και αναζητήθηκαν τρόποι να κλείσουν με όποιο κόστος. Σε ένα χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα συμπαράταξης αριστερών, κεντροαριστερών και κεντροδεξιών κατά του πατριωτισμού, η Νέα Δημοκρατία – που τα ξένα μέσα αποκαλούν «συντηρητικό κόμμα» – προώθησε βιβλία Ιστορίας, επί θητείας της κ. Μαριέτας Γιαννάκου Κουτσίκου στο Υπουργείο Παιδείας, όπου οι γυναίκες στριμώγνονταν στο Ζάλογγο και στην προκυμαία της Σμύρνης. Η σύμβουλος της υπουργού που είχε πρωτοστατήσει στη συγγραφή των βιβλίων αυτών, η κ. Μαρία Ρεπούση, ήταν μετέπειτα στέλεχος της Δημοκρατικής Αριστεράς (ΔΗΜΑΡ), του εφήμερου πολιτικού σχηματισμού του Φώτη Κουβέλη. Σε άρθρο του σε μεγάλης κυκλοφορίας αθηναϊκή εφημερίδα ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, προέτρεψε τον Κυριάκο Μητσοτάκη να κάνει υποχωρήσεις στα εθνικά θέματα, για να ηρεμήσει την Τουρκία. Υπάρχουν αναλυτές που θεωρούν ότι ο πρωθυπουργός βλέπει θετικά, εκ πεποιθήσεως, την προοπτική αυτή. Ας ελπίσουμε ότι πέφτουν έξω. Αφού συζητούνται υποχωρήσεις στα δικά μας κυριαρχικά δικαιώματα – και στην εθνική κυριαρχία; [Ας θυμηθούμε ότι η επιλογή του πρωθυπουργού για τη θέση του υπουργού εξωτερικών, ο κ. Γιώργος Γεραπετρίτης, είχε κάποτε δηλώσει ότι κόκκινη γραμμή για την Ελλάδα είναι τα έξι μίλια!] – ποιος θα υπερασπιστεί την πατρίδα; Ποιος θα προστατέψει το έθνος από όσους το απειλούν; Το κράτος στο οποίο ζούμε είναι έθνος-κράτος. Τα σύνορά του, η εθνική του ανεξαρτησία και ακεραιότητα, απειλούνται και δεν υπάρχει κανείς να το υπερασπιστεί; Αναλαμβάνουν δράση οι Ναζί. Κατηγορείται το πολιτικό κατεστημένο, λοιπόν, γιατί άφησε τον πατριωτισμό βορά στους Ναζί. Σε μια Ελλάδα με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ή τον Ανδρέα Παπανδρέου οι Έλληνες Ναζί θα ήταν ανέκδοτο για να περνάει κανείς την ώρα του. Καταδικάζοντας κάθε μορφή πατριωτισμού ως εθνικισμό, το ελληνικό πολιτικό κατεστημένο άφησε τον Ναζισμό ως μόνη πιθανή διέξοδο. Νόμιζε ότι θα τον εκπαραθύρωνε στα δικαστήρια. Να που απέτυχε. Ο Ναζισμός επιστρέφει, από την πόρτα μάλιστα και όχι από το παράθυρο, για να διεκδικήσει μια θέση στο κοινοβουλευτικό τόξο.

  1. Τι είναι ο πατριωτισμός;

Ο πατριωτισμός διακρίνεται σαφώς από τον εθνικισμό. Πρώτα γιατί πατριωτισμός δεν σημαίνει προτεραιότητα του δικού μας έθνους έναντι των άλλων, ούτε θεωρεί την πατρίδα και το έθνος τις πρώτες αξίες σε μια κοινωνία, αν και τις θεωρεί εξάπαντος αξίες και μάλιστα ουσιώδεις. Γιατί; Διότι πατριωτισμός είναι η υπεράσπιση του έθνους-κράτους, στα πλαίσια του οποίου ζούμε ελεύθεροι και ανεξάρτητοι, αναγνωρίζοντας στα άλλα έθνη να κάνουν το ίδιο με τις δικές τους πατρίδες. Πατριωτισμός σημαίνει υπεράσπιση της δημοκρατίας που διασφαλίζει την κοινωνική, πολιτική και ατομική μας ελευθερία και την εθνική ανεξαρτησία, για να μην είμαστε υπόδουλοι κανενός. Πατριωτισμός σημαίνει αυξημένα αντανακλαστικά για την υπεράσπιση των εθνικών δικαιωμάτων και για την εμβάθυνση και βελτίωση της δημοκρατίας, διότι η δημοκρατία είναι το μόνο πολίτευμα που μπορεί να βελτιώνεται και να εξελίσσεται αενάως και, πολύ περισσότερο, είναι το μόνο πολίτευμα που έχει την ίδια απαίτηση από τους πολίτες του.
Αν αυτό είναι ο πατριωτισμός, πόσο μεγαλύτερη είναι η απόστασή του από τον Ναζισμό! Αυτός δεν ενδιαφέρεται για τη δημοκρατία, άρα δεν ενδιαφέρεται για τη διασφάλιση της ελευθερίας των πολιτών. Δεν ενδιαφέρεται για την εθνική ανεξαρτησία, γιατί αν ο επιτιθέμενος είναι Ναζί, είναι βέβαια αποδεκτός. Οι ελάχιστοι Έλληνες Ναζί ήταν συνεργάτες των Γερμανών στην Κατοχή και ήταν υπερήφανοι γι’ αυτό. Υπενθυμίζω τις αντιλήψεις του Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου – του δεύτερου από τους κατοχικούς πρωθυπουργούς – για τον Ναζισμό και τις ύβρεις του κατά του Μεταξά και του περίφημου «Όχι».

  1. Κανείς Έλληνας δεν μπορεί να είναι Ναζί

Κάθε Έλληνες που στρέφεται στον Ναζισμό για να θεραπεύσει τον πατριωτισμό του σφάλλει. Πρώτα, διότι, όπως προαναφέρθηκε, οι Ναζί δεν είναι Έλληνες πατριώτες. Ακόμα χειρότερα, διότι οι Ναζί είναι αυτοί που ευθύνονται για τον θάνατο Ελλήνων πατριωτών. Είμαστε, δηλαδή, έτοιμοι να ξεχάσουμε τις εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς που άφησε πίσω της η γερμανική θηριωδία; Ξεχνάμε τις εκτελέσεις αμάχων; Τις σφαγές γυναικών και παιδιών; Τη μεταφορά των Ελλήνων Εβραίων στα στρατόπεδα εξόντωσης; Ξεχνάμε το αίμα που άδικα χύθηκε εδώ τη μοναδική φορά που ξένοι κατακτητές βρέθηκαν στην πατρίδα μας; Ξεχνάμε τις σφαγές των αμάχων στην Κρήτη, επειδή προσπάθησαν με τα χέρια τους να υπερασπιστούν την ελευθερία της ιδιαίτερης πατρίδας τους; Ξεχνάμε; Έτσι θέλουν οι Ναζί· να ξεχνάμε. Έστω κι αν το πολιτικό κατεστημένο, μας έχει απογοητεύσει απολύτως, αυτό πρέπει να κάνουμε; Όχι βέβαια. Ένιωσα υπερηφάνεια για τους Κρητικούς που έδωσαν τα παπούτσια στο χέρι στον αναθεωρητικό ιστορικό Χάιντς Ρίχτερ που δικαιώνει τους Ναζί για τις σφαγές στην Κρήτη, τις οποίες θεωρεί αντίποινα στη βαρβαρότητα των Κρητών. Προς μεγάλη εντροπή του Πανεπιστημίου του νησιού, ο Γερμανός ιστορικός που φλερτάρει με τον Ναζισμό, βρισκόταν στην Κρήτη για να αναγορευθεί επίτιμος διδάκτορας. Είναι λοιπόν ανεπίτρεπτο στους Έλληνες να στρέφονται στον Ναζισμό. Αν έχουμε ίχνος πατριωτισμού – και νομίζω ότι έχουμε – πρέπει να κόψουμε τις γέφυρες με τον Ναζισμό.
Εμείς οι μεγαλύτεροι οφείλουμε να το πράξουμε. Η ανάλυση της ψήφου της 25ης Ιουνίου 2023 έδειξε ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των ψηφοφόρων των Ναζί είναι νέοι 17-24 ετών και, όπως φαίνεται από τα ναζιστικά ιδεώδη, κυρίως άνδρες. Τα ποσοστά του κόμματος στις ηλικίες άνω των 55 ετών είναι σχεδόν μηδενικά. Αυτό γιατί οι γενιές αυτές είναι όλο και εγγύτερα στην περίοδο που οι Ναζί κυριάρχησαν στη χώρα μας. Σε αυτές τις γενιές επαφίεται ο διαφωτισμός των νέων, για να μην υπάρχουν φαινόμενα όπως αυτό με το οποίο ξεκινήσαμε το άρθρο μας.

Γράφει ο Κωνσταντίνος Ρεσινός

By Αρθρογράφος (m)

ΣΧΕΤΙΚΑ