Γεννήθηκε στα Τρίκαλα της Κορινθίας το 1731 μ.Χ. από γονείς που κατάγονταν από το γένος των διάσημων Νοταράδων. Το όνομα του πατέρα του ήταν Γεώργιος (ή Γεωργαντάς) και της μητέρας του, Αναστασία. Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Μιχαήλ. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στην πατρίδα του, αλλά είχε μεγάλο ζήλο στη μοναχική ζωή.
Έτσι κρυφά από τους γονείς έφυγε για το Μέγα Σπήλαιο. Ο πατέρας του όμως τον ανακάλυψε και τον οδήγησε πίσω στο σπίτι, οπού συνεχώς μελετούσε. Όταν κάποιο καιρό η Κόρινθος είχε έλλειψη διδασκάλου, ανέλαβε αυτός δωρεάν τη διδασκαλία των νέων. Σαν δάσκαλος διέπρεψε και αγαπήθηκε για τη σεμνότητα της ζωής του από τους Κορινθίους, που μετά τον θάνατο του επισκόπου τους Παρθενίου (1764 μ.Χ.) πρότειναν στον Πατριάρχη Σαμουήλ σαν διάδοχο του τον Μακάριο, λαϊκό τότε, και έτσι ανυψώθηκε στο θρόνο της Κορίνθου. Αλλά όταν άρχισε ο Ρωσσοτουρκικός πόλεμος (1768 μ.Χ.), ο Μακάριος, αναγκάσθηκε να καταφύγει με την οικογένεια του στη Ζάκυνθο και από ‘κει στην Ύδρα, όπου ησύχαζε σε κάποια Μονή. Όταν ηρέμησαν τα πράγματα, η Ιερά Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης, εκλέγει νέο επίσκοπο Κορίνθου, ίσως διότι ο Μακάριος εγκατέλειψε την επαρχία του και έφυγε.
Επισκέπτεται την Ύδρα και από εκεί τη Χίο. Από τη Χίο αναχωρεί για το Άγιον Όρος, εκπληρώνοντας την διακαή του επιθυμία να επισκεφθεί την Αθωνική πολιτεία και να βιώσει όσα καλά περί αυτής είχε ακούσει και μελετήσει. Όταν ο θείος Μακάριος έφθασε στο Άγιον Όρος το 1777 μ.Χ., εγκαταστάθηκε στο κελλίο «Άγιος Αντώνιος» του συμπατριώτου του Γέροντος Δαβίδ. Εκεί συναντήθηκε και πάλι με τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη. Εκείνο τον καιρό η Αθωνική πολιτεία σπαρασσόταν από έριδες και διαμάχες σχετικά με τα μνημόσυνα και τα κόλλυβα. Αιτία της έριδος ήταν η ημέρα τελέσεως των μνημοσύνων. Οι μεν ακολουθώντας την παράδοση της Εκκλησίας υποστήριζαν ότι δεν επιτρέπεται η τέλεση μνημοσύνων κατά την Κυριακή, οι δε δέχονταν το αντίθετο. Εξ αυτής λοιπόν της διαφωνίας προέκυψαν σφοδρές έριδες και αντιθέσεις, οι οποίες επεκτάθηκαν και σε άλλα θέματα της Εκκλησίας.
Η επικρατούσα εκεί κατάσταση απογοήτευσε το θείο Ιεράρχη. Λόγω των ταραχών και των εκτροπών που σημειώθηκαν εκεί, φοβούμενος για την ίδια του τη ζωή, επέστρεψε στη Χίο. Και μετά από σύντομη παραμονή εκεί, αναχώρησε για την Πάτμο. Ο Άγιος κατά την παραμονή του στην Πάτμο, αποσκοπώντας σε μόνιμη διαμονή και έχοντας δελεασθεί προφανώς από το περιβάλλον, ίδρυσε το Κάθισμα των Αγίων Πάντων.
Μετά τη διανομή της πατρικής περιουσίας ο ευκλεής Ιεράρχης επανήλθε στη Χίο και από εκεί μετέβη στη Σμύρνη προς συνάντηση του Ι. Μαυροκορδάτου, αφού είχε ήδη εφοδιασθεί με επιστολή από τους Χίους προύχοντες προς αυτόν. Από τη Σμύρνη ο αγιότατος πατήρ επέστρεψε στη Χίο. Επέλεξε ως τόπο κατοικίας του το ναΐσκο των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στις βόρειες – βορειοδυτικές παρυφές του Βροντάδου, στις υπώρειες του Αίπους.
Εκεί διέμεινε επί δώδεκα περίπου έτη, μέχρι τη θεία κοίμηση, βρήσκοντας την ψυχική του γαλήνη μαζί με τον Αθανάσιο Πάριο (συγγραφέα της βιογραφίας του) και τον Ιερομόναχο Νικηφόρο Χίου. Πέθανε στις 17 Απριλίου του 1805 μ.Χ. Το τίμιο σκήνωμά του ενταφιάσθηκε στον περίβολο του ναού των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στη νότια πλευρά του. Η Ανακομιδή των ιερών λειψάνων του έγινε το έτος 1808 μ.Χ.