Τα κτήρια της Νέας Υόρκης κουβαλάνε προηγούμενες ζωές που δεν φεύγουν ποτέ. Κοιτάζεις το κατάστημα της αλυσίδας στη γωνία και βλέπεις όχι μόνο τη βιτρίνα με τα Crocs, αλλά και το κατάστημα παπουτσιών που ήταν εκεί πριν από αυτό, ακόμα το προηγούμενο.
Έχει να κάνει με τον τρόπο που ο χρόνος και η μνήμη συσσωρεύονται στην πόλη: Το παρελθόν διεισδύει μέσα από τη λεπτή επιφάνεια του παρόντος και το παρόν εμφανίζεται φιλτραρισμένο μέσα από τους μύθους του παρελθόντος. Ο διάλογος μεταξύ των δύο παρέχει ύφανση και σταθερότητα – το μεδούλι της ζωής σε μια φρενήρη κυψέλη.
Ένα ξεχασμένο πενταώροφο
Πριν από πέντε χρόνια, ο συγγραφέας David Hajdu έπεσε πάνω σε ένα ξεχασμένο πενταώροφο κτήριο στο East Village, χτισμένο γύρω στο 1840, με όχι μία, αλλά πολλές παρελθοντικές ζωές, που η καθεμία ορίζει μια διαφορετική πολιτιστική στιγμή. Ήταν ένας τόπος τραγωδιών μεγάλης κλίμακας και υποψιών για τρομοκρατία, Beat ποιητών και punk λογοτεχνών, ένας τόπος όπου η Γιόκο Όνο διοργάνωνε τραπέζια και ο Λου Ριντ τραγουδούσε doo-wop.
Για τον συγγραφέα Hajdu, του οποίου τα βιβλία περιλαμβάνουν το «Positively 4th Street: The Lives and Times of Joan Baez, Bob Dylan, Mimi Baez Farina and Richard Farina» και το «Lush Life: A Biography of Billy Strayhorn», το σπίτι στην 64 East Seventh Street έγινε κάτι περισσότερο από μια απλή περιέργεια. Έγινε εμμονή.
«Με είχε κυριεύσει», είπε τις προάλλες, στο γραφείο του στο Columbia Journalism School, όπου διδάσκει ένα σεμινάριο για τις τέχνες και τον πολιτισμό.
Την τελευταία δεκαετία, γράφει επίσης στίχους τραγουδιών. Ξεκίνησε να γράφει έναν κύκλο τραγουδιών για το κτήριο, όπου κάθε τραγούδι εξετάζει μια διαφορετική ενσάρκωση. «Το προσέγγισα όπως θα το έκανα ως δημοσιογράφος» είπε. «Έκανα έρευνα και συνεντεύξεις.
»Το σκέφτηκα σαν μια φτηνιάρικη ταινία τρόμου, όπου πίσω από την ντουλάπα με τις σκούπες υπάρχει μια πύλη σε μια χρονική δίνη. Υπάρχει κάτι σε αυτή την τοποθεσία που εξηγεί ότι όποιες κι αν είναι οι τάσεις στην πόλη, αυτή η τοποθεσία θα βρίσκεται στο επίκεντρο».
Photo: cityrealty.com
Η ιστορία από την αρχή
Η ιστορία του townhouse ξεκινάει με μαζική τραγωδία, ως το πρεσβυτέριο της Ευαγγελικής Λουθηρανικής Εκκλησίας του Αγίου Μάρκου. Στον τόπο αυτό, το 1904, ο εφημέριος, George Haas, οργάνωσε μια εκδρομή με ατμόπλοιο για το κυρίως γερμανικό εκκλησίασμα του στο πλοίο PS General Slocum, με προορισμό το Long Island. Το πλοίο έπιασε φωτιά στο East River, σκοτώνοντας σχεδόν και τους 1.300 ενορίτες και το πλήρωμα που επέβαιναν σε αυτό – το πιο θανατηφόρο γεγονός στη Νέα Υόρκη μέχρι τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.
Στη συνέχεια το κτήριο συνδέθηκε με την ιστορία της Νέας Υόρκης σε σχέση με μια άλλη τραγωδία. Στις αρχές του 20ού αιώνα, καθώς οι ανατολικοευρωπαίοι μετανάστες γέμιζαν το Lower East Side, στο ισόγειο της 64 East Seventh Street στεγαζόταν μια εβδομαδιαία φιλοκομμουνιστική εφημερίδα που ονομαζόταν Russky Golos ή The Russian Voice.
Στις 18 Σεπτεμβρίου 1920, η αστυνομία έφτασε για να συλλάβει τον εκδότη, Alexander Brailovsky, μετά από μια τρομοκρατική βομβιστική επίθεση στη Wall Street που σκότωσε περισσότερους από 30 ανθρώπους και τραυμάτισε 200 ακόμα. Ο Brailovsky, που κρατούνταν ως «ανεπιθύμητος αλλοδαπός», αφέθηκε σύντομα ελεύθερος- το έγκλημα δεν εξιχνιάστηκε ποτέ.
«Γενειοφόρος και ξυπόλητος»
Το κτήριο μπήκε στην ιστορία της ψυχεδέλειας τη δεκαετία του 1950, όταν ένα καφενείο που ονομαζόταν Cart Wheel -ο ιδιοκτήτης του, απόφοιτος του Χάρβαρντ, περιγράφεται από τους Times ως «γενειοφόρος και ξυπόλητος» – μοίραζε κάψουλες πεγιότ μαζί με τα πιο ήπια διεγερτικά.
Το 1960, καθώς οι μποέμ της γενιάς των Beat κατέφευγαν στην περιοχή λόγω των φθηνών ενοικίων της, ο χώρος έγινε λογοτεχνικό στέκι, η καφετέρια Les Deux Mégots, όπου ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ και άλλοι διάβαζαν για άλλους ποιητές. Ο Εντ Σάντερς, ο οποίος διάβασε τα πρώτα του ποιήματα στο Les Deux Mégots το 1961, το θυμόταν ως ένα μέρος πολιτικού ακτιβισμού και μιας νέας, νεανικής ποιητικής που διαμορφώθηκε από τις μιμογραφίες και τις ζωηρές αναγνώσεις.
«Ήταν πριν από την αντικουλτούρα» είπε. «Όλοι τραγουδούσαν. Υπήρχαν πολλές κιθάρες. Ο έλεγχος των ενοικίων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ίσχυε ακόμα, οπότε μπορούσες να βρεις ένα διαμέρισμα στο Lower East Side με 30 ή 40 δολάρια το μήνα».
Το καφενείο δημοσίευσε τουλάχιστον τρεις τόμους ποίησης (συλλεκτικά αντικείμενα σήμερα), αλλά ένας από τους ιδιοκτήτες, ο Μίκι Ράσκιν, που αργότερα άνοιξε το Max’s Kansas City, είχε ανησυχίες για μια διαφορετική πελατεία. Όπως είπε στον συγγραφέα Ντάνι Φιλντς: «Οι ποιητές πραγματικά δεν πίνουν, ενώ οι καλλιτέχνες πίνουν».
To εστιατόριο Paradox των 70s / Photo: Facebook
Κι εδώ μπαίνει στο κάδρο η Γιόκο Όνο
Μέχρι το 1962, καθώς οι Beats έδιναν τη θέση τους στους χίπις, η γειτονιά άλλαξε ξανά και μαζί της άλλαξε και η 64 East Seventh Street. Δημιουργήθηκε το «Paradox», το πρώτο μακροβιοτικό εστιατόριο της πόλης. Η Γιόκο Όνο σερβίριζε τραπέζια και ο Αμερικανός τραγουδοποιός Λούντον Γουέινραϊτ ΙΙΙ έκανε διάφορες δουλειές, ενώ έγραψε τα τραγούδια για το πρώτο του άλμπουμ, συμπεριλαμβανομένου ενός, του «Bruno’s Place», για το εστιατόριο. «Μαγείρευα κι εγώ εκεί» έγραψε η Γιόκο Όνο στο Twitter το 2017. «Οι άνθρωποι έκαναν ουρά για τη σαλάτα μου».
Έδωσε επίσης πρωτοποριακές παραστάσεις που περιλάμβαναν το σκαρφάλωμά της σε έναν μαύρο σάκο από λινάτσα και την μετακίνησή της στον χώρο ενώ οι πελάτες έτρωγαν τα μπολ με ρύζι. Όταν εμφανίστηκε μια ψυχεδελική ομάδα, οι Merry Pranksters, ο Ντέιβιντ Πάτσκοφ, ένας ιδιοκτήτης, τους έβαλε να χτίσουν έναν γεωδαιτικό θόλο στην πίσω αυλή. Έτσι δημιουργήθηκε το Eden, στο στυλ των τελών της δεκαετίας του ’60.
Ατελείωτες οι ιστορίες του κτηρίου
Όσο πιο βαθιά έψαχνε ο συγγραφέας Hajdu, τόσο περισσότερες προηγούμενες ζωές αναδύονταν.
«Σκέφτηκα ότι αυτό είναι κάπως αδύνατο» είπε. «Κάθε κτήριο έχει πολλαπλές ζωές. Κάθε κτήριο έχει μια στιγμή που συνδέθηκε με τον πολιτισμό. Αλλά το ίδιο κτήριο, ξανά και ξανά και ξανά και ξανά; Πώς είναι δυνατόν; Με τράβηξε αυτό το μυστήριο».
Το εστιατόριο «Paradox» ήταν ένα δημιούργημσ της δεκαετίας του 1960, και όταν ήρθε η δεκαετία του 1970, και η ηρωίνη σκοτείνιασε το κλίμα στο Lower East Side, ο Ντέιβιντ Πάτσκοφ πούλησε το εστιατόριο για μερικές χιλιάδες δολάρια σε ένα κοινόβιο που διοικείτο από την «Οικογένεια Ουράνιου Τόξου του Ζωντανού Φωτός».
Ο συγγραφέας Hajdu δεν βρήκε πολλές πληροφορίες για το κοινόβιο. Αλλά η Rachel Neulander, η οποία πέρασε την πόρτα του το 1972 (ή μήπως ήταν το 1973;), θυμάται ότι βρήκε καθαρό και υγιεινό φαγητό, μουσικά όργανα και μια ειδυλλιακή υποδοχή, από μια γυναίκα που κρατούσε ένα δοχείο με κάτι αλμυρό και της είπε: «Αυτό το μέρος ανήκει στην Οικογένεια Ουράνιου Τόξου του Ζωντανού Φωτός, όπως και εσύ!».
To μενού του εστιατορίου «Paradox» / Photo: Facebook
Μετά τους χίπις, οι πάνκηδες
Η επόμενη ζωή του κτηρίου διασταυρώθηκε με τη δική του, του συγγραφέα Hajdu. Το 1974, όταν το πανκ βλάστησε στο East Village, ο Hajdu έφτασε στη Νέα Υόρκη ως προπτυχιακός φοιτητής στο N.Y.U., όπου άκουσε ότι η Πάτι Σμιθ επισκεπτόταν συχνά ένα κατάστημα στην 64 East Seventh Street που λεγόταν Books ‘N Things. «Νομίζω ότι πήγα εκεί παραμονεύοντας με την ελπίδα να τη δω» είπε ο Hajdu.
Δεν είδε ποτέ την Πάτι Σμιθ, αλλά γνώρισε την ιδιοκτήτρια, την Γερτρούδη Μπρικς, η οποία του είπε το είδος της ψαγμένης ιστορίας που ονειρεύεται κάθε παιδί από το Νιου Τζέρσεϊ που θέλει να ασχοληθεί με την τέχνη. Μια μέρα στον πίσω κήπο του καταστήματος, του είπε, ο Λου Ριντ και ένας φίλος του άρχισαν να τραγουδούν παλιά τραγούδια με την ποιήτρια Μάριαν Μουρ. Ο φίλος, όπως συμπέραναν, ήταν ο Ίγκι Ποπ.
Έτσι, μισό αιώνα αργότερα, ο συγγραφέας Hajdu έγραψε ένα τραγούδι γι’ αυτό, σε μουσική του Τέο Μπλέκμαν. Το ονόμασαν «Ο Λου Ριντ ήταν πολύ καλά διαβασμένος».
(Ο Iggy Pop δεν ήταν διαθέσιμος για να επιβεβαιώσει ή να διευκρινίσει αυτή τη διήγηση, οπότε σύμφωνα με τους κανόνες της μποέμ ιστοριογραφίας, αυτό σίγουρα συνέβη).
Από εδώ και πέρα, κάποιοι θα μπορούσαν να πουν ότι η ιστορία του κτηρίου, όπως και η ιστορία της γειτονιάς, χάνει λίγο από τη γοητεία της. Μετά το Books ‘N Things, έγινε ένα κατάστημα ρούχων με το όνομα Tokio 7 – το κέντρο της πόλης τη δεκαετία του 1990 είχε αρχίσει να γίνεται περισσότερο θέμα μόδας παρά τέχνης – μέχρι που, μετά από χρόνια αδιάκοπου εξευγενισμού, το 2008 έγινε μονοκατοικία, με ανακαίνιση από μέσα και προσθήκη ενός ανώτερου ορόφου, με εξωτερικό φούρνο πίτσας στην οροφή.
Ακόμα μία επιβεβαίωση ότι όλες οι νεοϋορκέζικες ιστορίες, φαίνεται ότι καταλήγουν σε ακίνητα.
Αλλά το κτήριο εξακολουθεί να εκπλήσσει
Ο συγγραφέας Hajdu έκλεισε τον κύκλο των τραγουδιών του με κείμενο από την καταχώριση της πώλησης του θρυλικού κτηρίου, το 2019, συμπεριλαμβανομένης της ζητούμενης τιμής: 18,6 εκατομμύρια δολάρια.
Αλλά το κάρμα του κτηρίου εξακολουθεί να εκπλήσσει. Ο αγοραστής το 2019, ο οποίος πλήρωσε 15,75 εκατομμύρια δολάρια, ήταν ο Μπιλ Τζόι, ιδρυτής της Sun Microsystems, ο οποίος χαρακτηρίστηκε από το περιοδικό Fortune «ο Έντισον του διαδικτύου», προσθέτοντας ένα ακόμη σκέλος στη διαδρομή του σπιτιού από πρεσβυτέριο μεταναστών σε στέκι των Beat, όαση των χίπις και σπίτι του τεχνολογικού πλούτου.
Ο Μπιλ Τζόι είπε ότι γνώριζε πολύ λίγα πράγματα για την ιστορία του σπιτιού του. «Δεν είχα ιδέα για τα μισά από αυτά» είπε. «Πόσα κεφάλαια, πόσες ζωές είχε…».
Η μουσική αφήγηση του συγγραφέα Hajdu για αυτές τις ζωές, «The Parsonage: True Tales of Love and Anarchy at 64 East 7th Street», έχει προγραμματιστεί να κυκλοφορήσει στις 7 Απριλίου, μαζί με μια μοναδική παράσταση στις 27 Απριλίου στο Μουσείο της Πόλης της Νέας Υόρκης.
Και ενδεχομένως να υπάρξουν και άλλα κεφάλαια που θα ακολουθήσουν. Ο Μπιλ Τζόι, ο οποίος παντρεύτηκε μια Γερμανίδα κατά τη διάρκεια της πανδημίας, μόλις έβαλε το κτήριο προς πώληση. Η τιμή που ζητείται είναι 13,5 εκατομμύρια δολάρια.
Every New York City building has some history. This one, built around 1840 in the East Village, has a lot: It was a place of tragedy and suspected terrorism, of Beat poets and punk literati, a place where Yoko Ono waited tables and Lou Reed sang doo-wop. https://t.co/Peo3H4JqJS
— The New York Times (@nytimes) March 24, 2023