“Αμερική του 1913. Ο μεγάλος γιατρός και η σύζυγός του, είναι οικονομικοί μετανάστες όπως χιλιάδες άλλοι. Το πορτοφόλι τους είναι άδειο για αυτό και αναγκάζονται και οι δύο να γίνουν υπάλληλοι σε εμπορικό κατάστημα.
Ο Παπανικολάου πουλάει χαλιά και η Μάχη ράβει κουμπιά για 5 δολάρια την εβδομάδα.
Παράλληλα δουλεύει ως δημοσιογράφος στην ελληνική εφημερίδα Ατλαντίς και παίζει βιολί τα βράδια σε μαγαζιά, μέχρι να κερδίσει μία θέση στο Εργαστήριο Ανατομικής του Πανεπιστημίου Κολούμπια και αργότερα, μια θέση στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ της Νέας Υόρκης.
▪︎ “Έφυγα από την Ελλάδα με σπασμένα φτερά και νόμιζα πως δεν θα μπορούσα πια ποτέ να πετάξω. Όλοι γύρω μου με θεωρούσαν ως ένα ναυαγισμένο ιδεοπαθή και άρχισα σιγά σιγά να το πιστεύω και εγώ ο ίδιος… Ευτυχώς εδώ βρήκα άλλο κόσμο.
Για πρώτη φορά στη ζωή μου μπορώ να πω, πως είμαι ευχαριστημένος. Έχω γύρω μου ζωή που κοιτάζει μπροστά εις το μέλλον και όχι οπίσω εις το παρελθόν.
Η Ελλάς είναι ένα παμμέγιστον νεκροταφείον.
Ο Αμερικανός ή ο Ευρωπαίος όταν του πω πως είμαι επιστήμων και δεν κάνω τίποτε άλλο από το να ερευνώ, με θεωρεί όχι μόνον ως χρήσιμο στοιχείο, αλλά ως κάτι ανώτερο από τους κοινούς ανθρώπους.
Ο Έλλην με θεωρεί απεναντίας ως ένα άχρηστο όν και όχι μόνον άχρηστο, αλλά και επικίνδυνο, ως ένα είδος φρενοπαθούς.”
Ο Γεώργιος Παπανικολάου, δεν πούλησε ποτέ την “πατέντα” της ανακάλυψής του, το Pap Test.
Την προσέφερε στην ανθρωπότητα αφιλοκερδώς.”
(Via: dinfo.gr)