Δύο δεκαετίες μετά την καθιέρωση του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος υπάρχουν ακόμα στα σεντούκια των Ελλήνων δραχμές αξίας πολλών εκατομμυρίων ευρώ.
Πριν από περίπου είκοσι χρόνια όλες οι συναλλαγές στην Ελλάδα γίνονταν με τις δραχμές. Μετά ήρθαν τα χαρτονομίσματα και τα κέρματα του ευρώ. Πολλοί από ότι φαίνεται από τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος κράτησαν δραχμές που η αξία τους σήμερα υπολογίζεται στα 477,9 εκατομμύρια ευρώ.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Bloomberg, το ποσό των παλαιών εθνικών νομισμάτων που ακόμη μπορούν να ανταλλαχθούν στις κεντρικές τράπεζες ανέρχεται σε περίπου 8,5 δισ. ευρώ. Με βάση τον παρακάτω πίνακα η Γερμανία συνεχίζει να συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ποσό των παλαιών εθνικών νομισμάτων, καθώς είναι φανερή η αγάπη των Γερμανών στο μάρκο. Η συνολική αξία των γερμανικών νοικοκυριών πλησιάζουν τα 6 δισ. ευρώ. Στην δεύτερη θέση είναι η Ισπανία με ύψος αποταμιεύσεων σε πεσέτες που υπολογίζεται ότι πλησιάζει το 1,8 δισ. ευρώ σε αξία και η Ιταλία με λιρέτες συνολικής αξίας περίπου 1,2 δισ. ευρώ.
Οι λόγοι που τα παλαιά νομίσματα μένουν στα σεντούκια
H Bundesbank, σε αντίθεση με άλλες κεντρικές τράπεζες, έχει πάρει την απόφαση ότι θα ανταλλάσσει επ’ αόριστον τα γερμανικά μάρκα με ευρώ. Στην περίπτωση της Ισπανίας και της Ιταλίας δεν εφαρμόζεται αντίστοιχη πολιτική, καθώς οι κεντρικές τράπεζες των δύο χωρών έχουν πάψει να ανταλλάσσουν τα παλιά εθνικά νομίσματα με ευρώ.
Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της Γαλλίας, στην οποία υπολογίζεται ότι υπάρχουν ακόμη γαλλικά φράγκα αξίας που πλησιάζει το 1 δισ. ευρώ. Σε ό,τι αφορά την Πορτογαλία, έχει πάψει να μετατρέπει νομίσματα του εσκούδο σε ευρώ και τον Φεβρουάριο θα δώσει τέλος και στην ανταλλαγή χαρτονομισμάτων του παλαιού νομίσματος.
Δεν είναι σαφές πόσα από αυτά μπορούν ακόμη να ανταλλαχθούν με ευρώ ακριβώς επειδή δεν είναι ίδια η πρακτική σε όλες τις χώρες. Ακόμη πιο ασαφές είναι όμως το γιατί δεν έχουν ανταλλαχθεί έως τώρα. Ανάμεσα στις πιθανές εξηγήσεις της παράξενης αυτής στάσης των Ευρωπαίων είναι το ενδεχόμενο να ήταν αποταμιεύσεις που ξεχάστηκαν κάτω από στρώματα, ενώ δεν αποκλείεται και η πιθανότητα να διατηρούνται με νοσταλγία, καθώς αποτελούν ενθύμια μιας άλλης εποχής.
Πόσο κοστίζει το κέρμα των 100 δραχμών
Ειδικός εκτιμητής νομισμάτων τονίζει πως υπάρχουν ορισμένα σπάνια νομίσματα μεγάλης αξίας που όμως δεν βρίσκονται στα χέρια των πολιτών. Τα νομίσματα των 100 ή λιγότερων δραχμών, μπορεί μεν να πωλούνται στο διαδίκτυο, όμως η αξία τους είναι μηδαμινή, με την αντικειμενική τους αξία να είναι στα 2 ευρώ, το ένα κιλό αυτών.
Βέβαια, υπάρχουν ελάχιστα νομίσματα των 100 δραχμών με τον Μέγα Αλέξανδρο που κοστίζουν 3.000 ευρώ έκαστο, όμως η πλειοψηφία των Ελλήνων μάλλον δεν τα έχει δει ποτέ της. Υπάρχουν 15 νομίσματα που κόπηκαν το 1990 σε PROOF κατάσταση και αυτά αξίζουν 3.000 το καθένα, όμως βρίσκονται ήδη στα χέρια συλλεκτών και όχι σε κουμπαράδες περασμένων δεκαετιών.
Το χαρτονόμισμα των 100 δισεκατομμυρίων
Και όμως η Ελλάδα είχε κυκλοφορήσει χαρτονόμισμα των 100 δισεκατομμυρίων δραχμών, το οποίο είχε την υπογραφή του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Ξενοφών Ζολώτα. Βέβαια, η αξία του δεν ήταν αυτή που αναγράφεται, αλλά ήταν σχεδόν μηδενική.
Το παραπάνω τραπεζογραμμάτιο κυκλοφόρησε στις 3 Νοεμβρίου του 1944, μία περίοδο υπερπληθωρισμού που η Ελλάδα βρισκόταν υπό κατάρρευση. Το νόμισμα είχε απαξιωθεί. Στην πορεία τυπώθηκαν και άλλα αντίστοιχα των 2 δισεκατομμυρίων, των 5, των 25 ακόμα και των 200.
Φυσικά, αν τότε είχες αυτό το χαρτονόμισμα δεν ήσουν πάμπλουτος. Σε μια προσέγγιση με βάση τη χρυσή λίρα Αγγλίας σήμερα η πραγματική του αξία δεν θα ξεπερνούσε τα 10 λεπτά του ευρώ! Το χαρτονόμισμα του δισεκατομμυρίου μετά από λίγες μέρες αποσύρθηκε από την αγορά. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την γερμανική κατοχή στην Ελλάδα, έγιναν δύο μεταρρυθμίσεις στο νόμισμα της Ελλάδας, ώστε να αποκτήσει η χώρα ένα σταθερό νόμισμα.
Η πρώτη μεταρρύθμιση έγινε τον Νοέμβριο του 1944 και η ισοτιμία της υποτιμημένης δραχμής ορίστηκε σε 50.000.000.000 παλιές δραχμές για κάθε 1 νέα δραχμή, ενώ η δεύτερη μεταρρύθμιση σημειώθηκε μία δεκαετία αργότερα, το 1954, όταν η δραχμή αντικαταστάθηκε ξανά με μία νεότερη, με αναλογία 1.000 δραχμές προς 1 νέα.